Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκλησιαστικώς, επίρρ.
-
- Σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας:
- αιτώ την υμών αγιότηταν ως ίνα εκκλησιαστικώς … ορίσῃς (Ελλην. νόμ. 5315).
[<επίθ. εκκλησιαστικός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας: