Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκλησιαστικός, επίθ.· ’κκλησαστικός· ’κκλησιαστικός.
-
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στη χριστιανική εκκλησία:
- εκκλησιαστικά εισοδήματα (Έκθ. χρον. 4720).
- 2) Θεοφοβούμενος:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 192).
- Το αρσ. ως ουσ. = ιερωμένος, κληρικός:
- ’Κκλησαστικοί και λαϊκοί το νόμο ελαττώσα (Π. Ν. Διαθ. φ. 245α 7).
[αρχ. επίθ. εκκλησιαστικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στη χριστιανική εκκλησία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκλησιαστικός -ή -ό [eklisiastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησίαI ή είναι σύμφωνος με τις απόψεις και τους κανόνες της: Εκκλησιαστική οργάνωση / ηγεσία / ιεραρχία. Εκκλησιαστική ιστορία / διδασκαλία / ποίηση / μουσική / ρητορική. Εκκλησιαστική φιλολογία· (πρβ. πατρολογία). Εκκλησιαστικό αξίωμα / συμβούλιο / δικαστήριο. Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Kανονικό Δίκαιο. || Εκκλησιαστικά σκεύη / βιβλία, που χρησιμοποιούνται κατά την τέλεση της ιερής ακολουθίας.
εκκλησιαστικώς ΕΠIΡΡ κατά την άποψη της Εκκλησίας. [λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικός, αρχ. σημ.: `της εκκλησίας του δήμου΄· λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικῶς]