Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκλησιάρχης ο· ’κκλησάρχης· ’κκλησιάρχης.
-
- Αυτός που έχει τη γενική φροντίδα της εκκλησίας:
- έχεις με προσμονάριον ομού και εκκλησιάρχην (Προδρ. I 98).
[<ουσ. εκκλησία + ‑άρχης. Τ. γκλησιάρχης σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 9. αι.· βλ. και LBG]
- Αυτός που έχει τη γενική φροντίδα της εκκλησίας: