Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκεντροφόρος ο [ekendrofóros] Ο18 : (τεχν.) άξονας μηχανών εσωτερικής καύσης στον οποίο είναι προσαρμοσμένα τα έκκεντρα που με την κίνησή τους ανοίγουν και κλείνουν τις βαλβίδες. || (σπανιότ. και ως επίθ.): ~ άξονας.
[λόγ. έκκεντρ(ος) -ο- + -φόρος]