Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαθάριση η [ekaθárisi] Ο33 : 1. (συνήθ. πληθ.) η ομαδική αποπομπή, από έναν οργανισμό, υπηρεσία κτλ., των προσώπων που είναι ή θεωρούνται ανεπιθύμητα, ανίκανα κτλ.: Πολιτικές εκκαθαρίσεις, που γίνονται με πολιτικά κριτήρια, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. 2. (λογιστ., οικον.) α. ~ λογαριασμού, ο υπολογισμός του τελικού και οριστικού πιστωτικού ή χρεωστικού υπολοίπου. β. ~ επιχείρησης / εταιρείας κτλ., ο υπολογισμός του τελικού ενεργητικού και του παθητικού μιας επιχείρησης που έπαψε να λειτουργεί, για τον οριστικό διακανονισμό των οικονομικών της υποχρεώσεων και τη διανομή των κερδών. || η ιδιότυπη κατάσταση οικονομικού οργανισμού που διαλύθηκε ως τον οριστικό διακανονισμό των κάθε είδους δοσοληψιών: H υπό ~ επιχείρηση. γ. ~ κληρονομικής περιουσίας, ο υπολογισμός της ή και η εκποίησή της, για να διανεμηθεί στους κληρονόμους.
[λόγ. < ελνστ. ἐκκαθάρι(σις) `πλήρες καθάρισμα΄ -ση σημδ. γαλλ. liquidation, συν. του apurement]