Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκθύμως
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθύμως [ekθímos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) από τα βάθη της καρδιάς μου, με όλη μου την καρδιά· ολόψυχα, ολοψύχως: Συνιστώ ~, συνιστώ ολόψυχα, ανεπιφύλακτα.

[λόγ. < ελνστ. ἐκθύμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες