Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκθρόνιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθρόνιση η [ekθrónisi] Ο33 : απομάκρυνση, αποπομπή βασιλιά, αυτοκράτορα κτλ. από το θρόνο του, από το αξίωμά του· εκθρονισμός. || (μτφ.): H ~ της τάδε ομάδας από την κορυφή της βαθμολογίας ήταν προσωρινή.

[λόγ. εκθρονι- (εκθρονίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες