Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκθηλύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθηλύνω [ekθilíno] -ομαι Ρ8.1 : προσδίδω σε κπ. (ή σε κτ.) χαρακτηριστικά θηλυκού γένους, τον κάνω να γίνει θηλυπρεπής, να αποκτήσει χαρακτήρα και ήθος γυναίκας, να γίνει αδύναμος και μαλθακός: Πολλοί υποστηρίζουν ότι κάποιες τάσεις της μόδας εκθηλύνουν τους νεαρούς άντρες. || (συνήθ. παθ.): Εκθηλυμένο σώμα, μαλθακό, αδύναμο.

[λόγ. < ελνστ. ἐκθηλύνω, αρχ. σημ.: `αδυνατίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες