Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθετήριο το [ekθetírio] Ο40 : χώρος (οικοδόμημα, αίθουσα κτλ.) κατάλληλα διαμορφωμένος για έκθεση καλλιτεχνικών έργων, εμπορευμάτων, προϊόντων κτλ.· (πρβ. αίθουσα εκθέσεων, εκθεσιακός χώρος): Mόνιμο ~.
[λόγ. εκθέ(τω)I1 -τήριον]