Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκθεσιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθεσιακός -ή -ό [ekθesiakós] Ε1 : σχετικός με εμπορικές, καλλιτεχνικές κ.ά. εκθέσεις· που προορίζεται για να φιλοξενεί εκθέσεις: Εκθεσιακό κέντρο. Εκθεσιακοί χώροι.

[λόγ. έκθεσ(ις)I1α -ιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες