Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθεμελιωτικός -ή -ό [ekθemeliotikós] Ε1 : που καταστρέφει κτ. από τα θεμέλιά του ολοσχερώς· καταστροφικός: Εκθεμελιωτική οικονομική κρί ση. Εκθεμελιωτικές δυνάμεις.
[λόγ. εκθεμελιω- (δες εκθεμελιώνω) -τικός]