Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθεμελίωση η [ekθemelíosi] Ο33 : (λόγ.) κατεδάφιση, καταστροφή οικοδομήματος από τα θεμέλιά του. || (μτφ.): Ολοκληρωτική / εκ βάθρων ~, ριζική καταστροφή.
[λόγ. εκθεμελιω- (δες εκθεμελιώνω) -σις > -ση]