Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθειαστικός -ή -ό [ekθiastikós] Ε1 : (για λόγο κτλ.) που εκθειάζει, που εγκωμιάζει με θέρμη και ενθουσιασμό· εγκωμιαστικός, πολύ επαινετικός: Εκθειαστική κριτική / παρουσίαση.
[λόγ. εκθειαστ(ής) -ικός]