Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκθειασμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθειασμός ο [ekθiazmós] Ο17 : το να εγκωμιάζεται κάποιος ή κτ.· ένθερμος ή υπερβολικός έπαινος.

[λόγ. < ελνστ. ἐκθειασμός `έμπνευση΄ κατά τη σημ. του εκθειάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
εκθειασμός ο.
  • Θαυμασμός:
    • εκθειασμόν του κάλλους (Ερμον. Ψ 202).

[<αόρ. του εκθειάζω + κατάλ. μός. Η λ. σε σχόλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες