Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθαμβωτικός -ή -ό [ekθamvotikós] Ε1 : 1. (για φως, πηγή φωτός κτλ.) που είναι τόσο ισχυρός, έντονος, ώστε να εμποδίζει, να αμβλύνει ή να θολώνει την όραση· θαμπωτικός, εκτυφλωτικός: Εκθαμβωτικά φώτα. Εκθαμβωτική λάμψη. Εκθαμβωτικοί προβολείς. ~ ήλιος. || Εκθαμβωτική λευκότητα / στιλπνότητα. Εκθαμβωτικά χρώματα. 2. που αφήνει έκθαμβους όσους τον βλέπουν, που τους προκαλεί έντονο θαυμασμό· καταπληκτικός, εκπληκτικός, έξοχος, υπέρλαμπρος: Εκθαμβωτική ομορφιά. Εκθαμβωτικό κάλλος.
εκθαμβωτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: ~ ωραίος. [λόγ. εκθαμβω- (θ. του εκθαμβώνω < έκθαμβ(ος) -ώνω) -τικός]