Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθέτω [ekθéto] -ομαι, εκτίθεμαι [ektíθeme] Ρ αόρ. εξέθεσα, απαρέμφ. εκθέσει, παθ. εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεστε, εκτίθενται, και (προφ.) εκθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) εξετίθετο, εξετίθεντο, αόρ. εκτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) εξετέθη, εξετέθησαν, απαρέμφ. εκτεθεί, μππ. εκτεθειμένος* : I1. τοποθετώ κτ. κάπου για να το βλέπουν πολλοί άλλοι: Εκθέτουν τα προϊόντα τους επάνω σε πρόχειρους ξύλινους πάγκους. || Tα νέα αρχαιολογικά ευρήματα θα εκτεθούν σε ειδική αίθουσα του μουσείου. 2. αφήνω κτ. ακάλυπτο ή απροστάτευτο, για να υποστεί την επίδραση φυσικού ή χημικού παράγοντα: ~ φωτογραφική πλάκα στο φως. II1. αφηγούμαι, περιγράφω ένα γεγονός, ένα συμβάν, μια κατάσταση κτλ.· παρουσιάζω: Tου ζήτησαν να εκθέσει τα γεγονότα. ~ την άποψή μου. ~ γραπτώς / προφορικώς / με συντομία / λεπτομερώς / αναλυτικώς. 2. ~ κπ., τον κάνω να γίνει αντικείμενο επικρίσεων, ψόγου: Είπαν ψέματα για να μας εκθέσουν. Mη συνεχίζεις τη συζήτηση, γιατί εκτίθεσαι. || Kάνε ό,τι θες, φρόντισε όμως να μην εκτεθείς απέναντί τους. || (έκφρ.) ~ κπ. (ή κτ.) σε κίνδυνο, τον βάζω σε κίνδυνο: Εκθέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.
[λόγ.: I1, II1: μσν. εκθέτω < αρχ. ἐκτίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· I2, II2: σημδ. γαλλ. exposer· λόγ. < αρχ. ἐκτίθεμαι]