Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκείσε, επίρρ.
-
- 1) (Προκ. για στάση) εκεί:
- (Διγ. Z 4099).
- 2) Έκφρ. ο εκείσε κόσμος = ο άλλος κόσμος:
- (Διγ. Esc. 1777).
[αρχ. επίρρ. εκείσε]
- 1) (Προκ. για στάση) εκεί: