Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκείνος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εκείνος, αντων.· εκειός· κείνος.
  • 1) Εκείνος, αυτός (για κάπ. ή κ. συν. μακρινό):
    • εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο (Ερωτόκρ. Α´ 504
    • έκφρ. τούτα κείνα = διάφορα:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 435).
  • 2)
    • α) (Με αναφορ. πρόταση για να δηλωθεί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος) όποιος, όσοι, ό,τι:
      • εκείνος που επαιδεύγετον η πεθυμιά του σβήνει (Ερωτόκρ. Α´ 1131
      • εύκαιρα βασανίζουνται εκείνοι π’ αγαπούσι (Ερωτόκρ. Α´ 1136
    • β) (το ουδ. με αναφορ. πρόταση για να δηλωθεί το ακόλουθο):
      • Εις εκείνο οπού αυτές δεν εναντιώνουνται εις το θέλημα του Θεού (Χριστ. διδασκ. 159).
  • 3) Περίφημος, ξακουστός, γνωστός:
    • (Διγ. Z 1300).
  • 4)
    • α) (Ως επαναληπτική):
      • δουλευτής του εγράφτηκα και μετά κείνον είμαι (Ερωτόκρ. Α´ 1202
    • β) ο ίδιος:
      • και πρώτα κι ύστερα εκείνος πάντα είσαι (Αιτωλ., Μύθ. 5816).
  • 5) (Ως αυτοπαθής):
    • φουσσάτα όσα ημπορεί να επάρει μετά εκείνον (Χρον. Μορ. H 1381).
  • 6) (Με προηγ. ή επόμ. έναρθρ. ουσ. που δηλώνει χρόνο, για να δηλώσουμε κ. μακρινό):
    • τους χρόνους εκεινούς (Χρον. Μορ. H 781· Ερωτόκρ. Β´ 617
    • έκφρ. την ώρα κείνη = τότε:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 821).
  • 7) Έκφρ. μ’ όλον εκείνο = παρ’ όλα αυτά:
    • (Πανώρ. Δ´ 43).
  • 8) Έκφρ. (για να δηλωθεί αιτία) για κείνο = γι’ αυτό:
    • δουλειά σε θέλω βιαστική, για κείνο σε σπουδάζω (Θυσ. 484).

[αρχ. αντων. εκείνος. Ο τ. εκειός και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. κείνος και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκείνος -η -ο [ekínos] προφ. γεν. και εκεινού, εκεινής, εκεινού, γεν. πληθ. και εκεινών, αιτ. πληθ. αρσ. και εκεινούς & (προφ.) κείνος -η -ο [kínos] ιδίως ύστερα από τις προθέσεις από και για· αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : λειτουργεί ως επίθετο που προσδιορίζει έναρθρο ουσιαστικό (εκείνο το παιδί) ή ως ουσιαστικό (εκείνος με χτύπησε). 1. γενικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την αντωνυμία αυτός, όταν ο ομιλητής θέλει να δείξει κτ. που τοπικά ή χρονικά βρίσκεται μακριά από αυτόν και το συνομιλητή του - οπότε συχνά δείχνει συγχρόνως με το χέρι του ή με το βλέμμα του- ή όταν θέλει να αναφερθεί σε κτ. για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως: Εκείνο είναι το σπίτι μου. Θα στρίψεις από εκείνον το δρόμο αριστερά. Στην πλατεία εκείνη παίζαμε μικρά. Σ΄ εκείνη τη γειτονιά γεννήθηκε και μεγάλωσε. Όχι αυτός, ~ στην τελευταία σειρά είναι ο αδερφός μου. || συχνά μαζί με το επίρρημα εκεί, για να δηλωθεί κτ. ακριβέστερα ή εντονότερα: Bλέπεις εκείνη εκεί την τριανταφυλλιά; Δεν ξανάδα από τότε εκείνον εκεί τον καλό άνθρωπο. || χρονικά: Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνά από εκεί. Εκείνη την ημέρα / την εποχή / τη χρονιά. Για κείνη την εβδομάδα σου μίλησα. Aπό κείνα τα χρόνια, από τότε. Tο καλοκαίρι εκείνο δυστυχώς δεν πρόκειται να ξανάρθει. || με αναφορική πρόταση: Mην ξεχάσεις εκείνο που σου είπα. Mου έφερες εκείνο που σου ζήτησα; || σε αντιδιαστολή με την αντωνυμία αυτός, εκφέρει αυτό που είναι περισσότερο απομακρυσμένο τοπικά ή χρονικά από τους συνομιλητές. ΦΡ με τούτα / μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα, χωρίς να το καταλάβω: M΄ αυτά και μ΄ εκείνα ξεχάστηκα / πέρασε η ώρα. 2. (με ουσ. που εκφράζουν πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ.) δηλώνει θαυμασμό, δυσφορία, αντιπάθεια κτλ. ανάλογα με το νόημα της πρότασης: Σολωμός ο μεγάλος ~ ποιητής! H περίφημη εκείνη συνθήκη. Tι ωραία χρόνια ήταν εκείνα! Tι κακό ήταν εκείνο που πάθαμε! Εκείνον τον άξεστο και αγροίκο λυπάσαι; 3. δηλώνει αντίθεση: Tον οδηγούσαν στο μαρτύριο κι εκείνος χαμογελούσε. Tους ζήτησε βοήθεια κι εκείνοι οι παλιάνθρωποι τον έδιωξαν. 4. σε αφηγηματικό λόγο, δηλώνει ζωντάνια και παραστατικότητα: Ο σκύλος χαρούμενος κι ~ κουνούσε την ουρά του. Tα σπίτια πεντακάθαρα κι εκείνα μας καλούσαν κοντά τους. Έτρεξε και είπε στη μάνα του τα νέα κι εκείνη χάρηκε πολύ, στη μάνα του που χάρηκε πολύ. 5. (προφ.) δηλώνει προσπάθεια του ομιλητή να θυμηθεί κτ. που προς στιγμήν έχει ξεχάσει: Δώσ΄ μου λίγο εκείνο το, πώς το λένε, το ανοιχτήρι. 6. συνήθ. ~ που, ισοδυναμεί με την αόριστη αντωνυμία όποιος: ~ που προσπαθεί πετυχαίνει.

[αρχ. ἐκεῖνος· μσν. κείνος < εκείνος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες