Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδρομή η [ekδromí] Ο29 : η μετάβαση σε άλλον τόπο για αναψυχή, διασκέδαση κτλ., με προϋπόθεση την επιστροφή σε σύντομο συνήθ. χρόνο πεζή ή με συγκοινωνιακό μέσο: Aπογευματινή / ημερήσια / μακρινή / κοντινή / μονοήμερη / πενθήμερη / πολυήμερη / σχολική / εκπαιδευτική / ομαδική ~. Θυμάμαι ακόμα τις κυριακάτικες εκδρομές μας στο βουνό. Πάμε ~; Kάναμε συχνές εκδρομές στα περίχωρα της πόλης. Ο αρχηγός μιας εκδρομής.
[λόγ. < αρχ. ἐκδρομή `επίθεση΄ σημδ. αγγλ. excursion]