Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδούλευση η [ekδúlefsi] Ο33 : υπηρεσία, βοήθεια, διευκόλυνση, μεσολάβηση κτλ. που προσφέρεται σε κπ. χαριστικά· εξυπηρέτηση: Mου ζήτησε μια μικρή ~.
[λόγ. < μσν. εκδούλευ(σις) `σκλάβωμα΄ -ση < εκδουλεύ(ω) `σκλαβώνομαι΄ -σις < εκ- δουλεύω σημδ. γαλλ. service]