Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδοτήριο το [ekδotírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : γραφείο ή θυρίδα από όπου εκδίδονται, πουλιούνται, διατίθενται εισιτήρια: Tα εκδοτήρια ενός σιδηροδρομικού σταθμού / ενός θεάτρου / ενός κινηματογράφου.
[λόγ. εκδο- (εκδίδω) -τήριον (πρβ. μσν. εκδοτήριον `έγγραφο που αναφέρεται σε εκμίσθωση΄ ίδ. ετυμ.)]