Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδικούμαι [ekδikúme] Ρ10.9β & (προφ.) εκδικιέμαι [ekδi
éme] Ρ10.11β : ανταποδίδω σε κπ. κακό (βλάβη, αδικία, προσβολή κτλ.) που έκανε σ΄ εμένα (ή σε άλλον)· παίρνω εκδίκηση: Για ό,τι μου ΄κανες, αργά ή γρήγορα, θα σε εκδικηθώ. Εκδικήθηκαν (για) το θάνατο του αδερφού τους, σκοτώνοντας το γιο του φονιά. [λόγ. < ελνστ. ἐκδικοῦμαι (αρχ. ενεργ. ἐκδικῶ)· λόγ. εκδικ(ούμαι) μεταπλ. -ιέμαι]