Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδικάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκδικάζω [ekδikázo] -ομαι Ρ2.1 : (για δικαστές, δικαστήριο) εξετάζω μια δικαστική υπόθεση και παίρνω τη σχετική απόφαση· δικάζω μια υπόθεση: Tα πολυμελή πρωτοδικεία εκδικάζουν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. H αίτησή σας για λήψη ασφαλιστικών μέτρων θα εκδικαστεί τον επόμενο μήνα.

[λόγ. < αρχ. ἐκδικάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες