Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδημοκρατίζω [ekδimokratízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω κτ. (μια κατάσταση, μια λειτουργία, ένα σύστημα κτλ.) σε δημοκρατικό ή περισσότερο δημοκρατικό.
[λόγ. εκ- δημοκρατ(ία) -ίζω μτφρδ. γαλλ. démocratiser < επίθ. démocratique < αρχ. δημοκρατικός]