Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδημία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκδημία η.
  • Αποχώρηση (από τη ζωή), θάνατος:
    • διά την εκδημίαν της δεσποίνης κατέλαβεν αυτόν νόσος (Δούκ. 27916).

[αρχ. ουσ. εκδημία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες