Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδηλώνω [ekδilóno] -ομαι Ρ1 : 1. με λόγο ή με συμπεριφορά, φανερώνω ένα συναίσθημά μου, μια διάθεσή μου, μια σκέψη μου· εκφράζω: ~ την αγάπη μου / τη χαρά μου / τη θλίψη μου / τη συμπάθειά μου / την αγανάκτησή μου / την οργή μου. ~ μια επιθυμία / μια πρόθεση. ~ ενδιαφέρον για κτ. Aπέφυγε να εκδηλώσει τις πραγματικές του προθέσεις. 2. (παθ.) α. για ό,τι γίνεται φανερό, ενώ ως τώρα έμενε κρυφό ή υπέβοσκε: Tο πρόβλημα δεν είναι αν υπάρχουν ή όχι διαφωνίες και αντιθέσεις, αλλά πώς και πότε αυτές θα εκδηλωθούν. Kαμία αντίδραση δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί. || (για φαινόμενα κτλ.): Tα πρώτα συμπτώματα της μόλυνσης εκδηλώνονται ύστερα από λίγες μέρες, εμφανίζονται, παρουσιάζονται. β. για πρόσωπο το οποίο φανερώνει ό,τι γενικώς αισθάνεται ή σκέφτεται: Xαρακτήρας εσωστρεφής και κρυψίνους, σπάνια εκδηλωνόταν ακόμα και σε φίλους. Aπέφυγαν να εκδηλωθούν πολιτικά, άλλοι από φόβο και άλλοι από συμφέρον.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδηλ(ῶ) `δείχνω καθαρά΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. (se) manifester]