Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδηλωτικός -ή -ό [ekδilotikós] Ε1 : 1. ως χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να εκδηλώνει, να φανερώνει, να εκφράζει τα συναισθήματά του και τις διαθέσεις του με έντονο τρόπο: ~ χαρακτήρας / τύπος. 2. που εκδηλώνει, που εκφράζει με τρόπο ζωηρό και έντονο συναισθηματικές καταστάσεις: Εκδηλωτική συμπεριφορά. || δηλωτικός, αποκαλυπτικός: Σημείο εκδηλωτικό των προθέσεών του.
εκδηλωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εκδηλω- (δες εκδηλώνω) -τικός]