Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκδευτέρου, επίρρ.
-
- Για δεύτερη φορά:
- συν Αλεξάνδρῳ πόλεμον συνάπτειν εκδευτέρου (Βίος Αλ. 3308).
[<συνεκφ. εκ δευτέρου (μτγν., L‑S, λ. δεύτερος Ι2a)]
- Για δεύτερη φορά: