Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδίκαση η [ekδíkasi] Ο33 : η διαδικασία της εξέτασης μιας δικαστικής υπόθεσης (από δικαστήριο) και η λήψη της σχετικής απόφασης: Kατά την ~ της προσφυγής στο Aνώτατο Δικαστήριο προέκυψαν νέα στοιχεία.
[λόγ. εκδικα- (δες εκδικάζω) -σις > -ση (διαφ. το αρχ.(;) δωρ. ἐκδίκασις `εκδίκηση΄)]