Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκδίδωμι· εκδίδω· μτχ. παρκ. εξεδομένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Παραδίδω κάπ.:
- προς ανατασμούς να τον εκδώσεις (Καλλίμ. 2376).
- 2) (Με αντικ. τη λ. εαυτόν) αφήνομαι, επιδίδομαι σε κ.:
- οι δε Αλβανίται εξέδωκαν εαυτούς εις τα κούρση και κέρδη (Ιστ. Ηπείρ. ΧΧΧVIII5).
- 3) Παραχωρώ κ. σε κάπ., δίνω, χαρίζω:
- Ο κόντος γαρ του εξέδωκεν όσον λογάριν είχε (Χρον. Μορ. H 1384).
- 4)
- α) Αποφασίζω:
- Πελάγιος … του αυτού λεγατίου εξουσιαστής έκδωκεν … ότι … (Διάτ. Κυπρ. 50421)·
- β) φρ. εκδίδω απόφασιν = αποφασίζω:
- (Διάτ. Κυπρ. 5033).
- α) Αποφασίζω:
- 5) (Προκ. για γυναίκα) ενδίδω στις ερωτικές διαθέσεις κάπ.:
- (Πτωχολ. α 625).
- 6) Ορμώ σε κάπ., «ρίχνομαι»:
- εις αύτας γαρ εξέδωκαν μετά μεγάλου πόθου (Αλφ. 237).
- 7) Δίνω, παρέχω (αφορμή):
- (Διγ. Z 1833).
- 8) Φρ. εκδίδω εκδίκησιν = τιμωρούμαι:
- (Ερμον. Σ 216).
- 1) Παραδίδω κάπ.:
- II. Μέσ.
- 1) (Κατά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων) παραδίδομαι:
- κατά κράτος νικά και εις χείρας αυτού ο δεσπότης εξέδοτο (Ιστ. Ηπείρ. XXXIX7).
- 2) Φρ. εκδίδομαι λύσιν = (προκ. για εκκλησιαστικούς) δίνω την άδεια, τη δυνατότητα:
- (Διάτ. Κυπρ. 50113).
- 1) (Κατά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων) παραδίδομαι:
- Το θηλ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = πόρνη:
- (Συναξ. γυν. 852).
[αρχ. εκδίδωμι. Ο τ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.