Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκγύμναση η [ekjímnasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκγυμνάζω· (πρβ. άσκηση, εκπαίδευση): ~ νεοσυλλέκτων. Kληρωτός υπόχρεος σε ~. || ~ άγριων θηρίων.
[λόγ. εκγυμνα- (εκγυμνάζω) -σις > -ση]