Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκβλαστάνω [ekvlastáno] & εκβλασταίνω [ekvlasténo] Ρ (βλ. βλασταίνω) : (συνήθ. για φυτό) εκφύομαι από κάπου.
[λόγ. < αρχ. ἐκβλαστάνω· λόγ. μεταπλ. κατά το βλασταίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκβλαστάνω.
-
- Βλαστάνω, παράγω κ.·
- (εδώ σε μεταφ.):
- ποτίμους λόγους αυτόν (ενν. τον ηγεμόνα) εκ των ιερών λογίων πότιζε, ίνα καρπούς εκβλαστήσῃ θεοφιλείς (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20451).
- (εδώ σε μεταφ.):
[αρχ. εκβλαστάνω]
- Βλαστάνω, παράγω κ.·