Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκβιαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβιαστικός -ή -ό [ekviastikós] Ε1 : α. που εξυπηρετεί μια πράξη εκβιασμού: Εκβιαστικές ενέργειες / προτάσεις. Εκβιαστική συμπεριφορά. ~ τρόπος. Εκβιαστική επιστολή. β. που πιέζει, ωθεί προς μια ορισμένη πρόωρη, ανεπίκαιρη εξέλιξη: Εκβιαστικά διλήμματα. εκβιαστικά & (λόγ.) εκβιαστικώς ΕΠIΡΡ με τρόπο εκβιαστικό.

[λόγ. < ελνστ. ἐκβιαστικός `καταδυναστευτικός, τυραννικός΄· λόγ. εκβιαστικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες