Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκβιαστικός -ή -ό [ekviastikós] Ε1 : α. που εξυπηρετεί μια πράξη εκβιασμού: Εκβιαστικές ενέργειες / προτάσεις. Εκβιαστική συμπεριφορά. ~ τρόπος. Εκβιαστική επιστολή. β. που πιέζει, ωθεί προς μια ορισμένη πρόωρη, ανεπίκαιρη εξέλιξη: Εκβιαστικά διλήμματα.
εκβιαστικά & (λόγ.) εκβιαστικώς ΕΠIΡΡ με τρόπο εκβιαστικό. [λόγ. < ελνστ. ἐκβιαστικός `καταδυναστευτικός, τυραννικός΄· λόγ. εκβιαστικ(ός) -ώς]