Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκβιάζω [ekviázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. και εξεβίασα, απαρέμφ. εκβιάσει : 1α. αναγκάζω ή προσπαθώ να αναγκάσω κπ. να κάνει ή να παραλείψει κτ., παρά τη θέλησή του και με την απειλή ότι, εάν αρνηθεί, θα υποστεί ηθική ή υλική βλάβη: H κυβέρνηση εκβιάζει την αντιπολίτευση με πρόωρες εκλογές. Έχει στοιχεία σε βάρος μας και μας εκβιάζει με αποκαλύψεις. β. πιέζω, ωθώ με βία προς μια πρόωρη, ανεπίκαιρη εξέλιξη: Mην εκβιάζεις τα πράγματα / την κατάσταση. 2. παίρνω, αποσπώ κτ. από κπ. με εκβιαστικό τρόπο: Εξεβίασε την υπογραφή μου / τη συγκατάθεσή μου.
[λόγ. < ελνστ. ἐκβιάζω (αρχ. παθ. ἐκβιάζομαι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκβιάζω.
-
- (Μέσ.) αναγκάζω κάπ. σε κ. διά της βίας:
- τοις δε μη πειθομένοις … υποκλίνεσθαι τούτους εκβιαζόμενος (Ψευδο-Σφρ. 43819).
[μτγν. εκβιάζω. Η λ. και σήμ.]
- (Μέσ.) αναγκάζω κάπ. σε κ. διά της βίας: