Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκβαρβαρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβαρβαρώνω [ekvarvaróno] -ομαι Ρ1 : μεταβάλλω κπ. ή κτ. σε (εντελώς) βάρβαρο, απολίτιστο: Εκβαρβαρώνουν τα ήθη.

[λόγ. < αρχ. ἐκβαρβαρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες