Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκβαθύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβαθύνω [ekvaθíno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω να γίνει κτ. βαθύτερο από όσο είναι, μεγαλώνω το βάθος του: ~ μια τάφρο. ~ την κοίτη ενός ποταμού.

[λόγ. < μσν. εκβαθύνω < εκ- βαθύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες