Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκβάθυνση η [ekváθinsi] Ο33 : η ενέργεια του εκβαθύνω, το σύνολο των εργασιών που απαιτούνται για να γίνει ένας χώρος πιο βαθύς: ~ τάφρου / διώρυγας.
[λόγ. εκβαθύν(ω) -σις > -ση]