Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκατόχρονος -η -ο [ekatóxronos] Ε5 : α. (για πργ.) εκατοντάχρονος, εκατοχρονίτικος. β. (ως ουσ.) τα εκατόχρονα, τα εκατοντάχρονα.
[εκατο- + -χρονος]