Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατόνταρχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατόνταρχος ο [ekatóndarxos] Ο20 : (στη ρωμαϊκή αρχαιότητα κυρίως, αλλά και σε άλλες εποχές) διοικητής στρατιωτικής εκατονταρχίας: Ρωμαίος ~.

[λόγ. < αρχ. ἑκατόνταρχος `διοικητής εκατό ανδρών΄ & σημδ. (ελνστ.) λατ. centurio]

[Λεξικό Κριαρά]
εκατόνταρχος ο· ’κατόνταρχος· ’κατόταρχος.
  • 1) Στρατιωτικό αξίωμα:
    • Λογγίνος ο εκατόνταρχος (Ιατροσ. 2519).
  • 2) Κατηγορία μάντεων:
    • Περί επαοιδών και εκατοντάρχου (Βακτ. αρχιερ. 153).

[αρχ. ουσ. εκατόνταρχος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες