Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκατοστόλιτρο το [ekatostólitro] Ο41 : μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση προς το ένα εκατοστό του λίτρου.
[λόγ. εκατοστ(ός) -ο- + λίτρον μτφρδ. γαλλ. centilitre]