Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκατονταρχία η [ekatondarxía] Ο25 : (στη ρωμαϊκή αρχαιότητα) τμήμα της ρωμαϊκής λεγεώνας από εκατό στρατιώτες ή υποδιαίρεση των κοινωνικών τάξεων από εκατό πολίτες ή οικογένειες. || στρατιωτική μονάδα από εκατό στρατιώτες σε διάφορες άλλες εποχές.
[λόγ. < ελνστ. ἑκατονταρχία]