Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκατονταπλασιάζω [ekatondaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. να γίνει περισσότερο ή μεγαλύτερο κατά εκατό φορές, το πολλαπλασιάζω με το εκατό.
[λόγ. εκατονταπλάσι(ος) -άζω]