Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατονταπλάσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατονταπλάσιος -α -ο [ekatondaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο ή αόριστα πάρα πολύ μεγαλύτερος ή περισσότερος: Aντιστάθηκαν σε εκατονταπλάσιες εχθρικές δυνάμεις. || (ως ουσ.) το εκατονταπλάσιο: Aυξήθηκε στο εκατονταπλάσιο. εκατονταπλάσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. *ἑκατονταπλάσιος (πρβ. ελνστ. ἑκατονταπλασίως)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες