Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατονταετία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατονταετία η [ekatondaetía] Ο25 : 1. χρονική περίοδος εκατό ετών: Tα εθνικά μας σύνορα οριστικοποιήθηκαν ύστερα από αγώνες μιας ολόκληρης εκατονταετίας. || αιώνας: H τελευταία ~ της πρώτης μ.X. χιλιετίας. 2. αντί του εκατονταετηρίδα1.

[λόγ. < ελνστ. ἑκατονταετία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες