Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκατονταετής -ής -ές [ekatondaetís] Ο10 : α. που έχει διάρκεια εκατό ετών: ~ πόλεμος. β. που έχει ηλικία εκατό ετών· εκατοντάχρονος: ~ γέρος.
[λόγ. εκατοντα- + -ετής (πρβ. ελνστ. ἑκατονταέτης `που είναι εκατό χρονών΄)]