Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκατοντάδα η [ekatondáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : εκατό ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Φύλλα χαρτιού συσκευασμένα σε εκατοντάδες, σε δεσμίδες των εκατό. || Δέκα δεκάδες απαρτίζουν μία ~. Σε έναν αριθμό το τρίτο από τα δεξιά ψηφίο δηλώνει τις εκατοντάδες. || (πληθ.) για πολύ μεγάλο αριθμό: Εκατοντάδες άνθρωποι. Εκατοντάδες χιλιάδες μυρμήγκια. Σ΄ το έχω πει εκατοντάδες φορές, πολλές, άπειρες.
[λόγ. < αρχ. ἑκατοντάς, αιτ. -άδα `ο αριθμός εκατό΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκατοντάδα η,
- βλ. εκατοντάς.