Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατομμύριο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατομμύριο [ekatomírio] Ε (βλ. Ο42) αριθμτ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) μονάδες: Δύο εκατομμύρια δραχμές. Εκατομμύρια έτη φωτός. β. (συνήθ. πληθ.) για μεγάλο, άπειρο πλήθος, αριθμό: Εκατομμύρια άνθρωποι σ΄ όλο τον κόσμο. Σ΄ το έχω πει ένα ~ φορές / εκατομμύρια φορές, πάρα πολλές, αμέτρητες, άπειρες. || αντί του τακτικού εκατομμυριοστός. 2. (ως ουσ.) το εκατομμύριο, ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο εκατομμύρια και ένα ~ κάνουν τρία εκατομμύρια. Ο πληθυσμός της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια. Tο λότο μοιράζει εκατομμύρια. Ούτε ένα στο ~ δεν υπάρχει πιθανότητα να κάνω λάθος στους υπολογισμούς μου.

[λόγ. εκατόν + μύριον ουδ. εν. του αρχ. αριθμτ. μύριοι `δέκα χιλιάδες΄ κατά την ελνστ. φρ. μυριάς δευτέρα `10.000 στο τετράγωνο΄ (ορθογρ. αφομ. νμ > μμ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατομμυριοστός -ή -ό [ekatomiriostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός ένα εκατομμύριο: Ο ~ επισκέπτης. (έκφρ.) για εκατομμυριοστή φο ρά, πάρα πολλές φορές: Σ΄ το λέω για εκατομμυριοστή φορά. 2. (ως ουσ.) το εκατομμυριοστό, το ένα από τα ένα εκατομμύριο ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εκατομμυριοστό του μέτρου. || το μικρότερο από άλλο κατά ένα εκατομμύριο φορές ή το απείρως μικρότερο.

[λόγ. εκατομμύρι(ον) -οστός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατομμυριούχος ο [ekatomiriúxos] Ο18 θηλ. εκατομμυριούχος [ekato miriúxos] Ο35 & εκατομμυριούχα [ekatomiriúxa] Ο25α : άνθρωπος πάρα πολύ πλούσιος: Προσφορές για διακοπές που απευθύνονται μόνο σε εκατομμυριούχους.

[λόγ. εκατομμύρι(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· εκατομμυριούχ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες