Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκάς
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκάς [ekás] επίρρ. : μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ οι βέβηλοι, να φύγουν οι αμύητοι, οι ασεβείς.

[λόγ. < αρχ. ἑκάς `μακριά, μακριά από΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκαστος -η -ο [ékastos] αντων. επιμεριστική (βλ. Ε5) θηλ. και εκάστη, γεν. αρσ. και ουδ. και εκάστου (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) καθένας· κάθε: ~ με τη σειρά του. Έκαστο Σάββατο, κάθε Σάββατο. Tην πρώτη Kυριακή εκάστου μηνός. (έκφρ.) καθ΄ εκάστην, καθημερινά. || (απαρχ. έκφρ.) ~ εφ΄ ω ετάχθη, ο καθένας στο καθήκον του.

[λόγ. < αρχ. ἕκαστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκάστοτε [ekástote] επίρρ. : (λόγ.) (με το οριστικό άρθρο ως επιθετικός προσδιορισμός ουσιαστικού) που είναι, υπάρχει, υφίσταται κτλ. κάθε φορά: Ο ~ πρόεδρος. Προσαρμόζεται στις ~ συνθήκες.

[λόγ. < αρχ. ἑκάστοτε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες