Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισφέρω [isféro] Ρ πρτ. και αόρ. εισέφερα, απαρέμφ. εισφέρει : δίνω, προσφέρω κτ. για την επιτυχία μιας κοινής προσπάθειας, ενός κοινού έργου· συνεισφέρω: Όλοι κτ. θα εισφέρουν· άλλος σε χρήμα, άλλος σε είδος, άλλος σε εργασία.
[λόγ. < αρχ. εἰσφέρω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εισφέρω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Προσφέρω:
- τα γουν πρέποντα εισφέρειν προς την ιστορίαν (Ερμον. Πρόλ. 58).
- 2) Παρουσιάζω, απεικονίζω:
- εικόνα καθοράται τούτων μορφάς εισφέρουσα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 712).
- 1) Προσφέρω:
- II. (Μέσ.) φρ. εισφέρομαι εις κρίσιν = υποβάλλομαι σε κρίση, κρίνομαι:
- (Βακτ. αρχιερ. 150).
[αρχ. εισφέρω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.