Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εισρίπτω.
-
- Ρίχνω:
- αυτούς … εκ των ίππων εισρίψας (Διγ. Gr. 1622).
[<πρόθ. εις + ρίπτω. Πβ. εισριπτώ (LBG, ‑έω)]
- Ρίχνω:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<πρόθ. εις + ρίπτω. Πβ. εισριπτώ (LBG, ‑έω)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |